- δεξίωμα
- δεξίωμα (-ατος), το (Α) [δεξιούμαι]1. αυτό που πρόθυμα γίνεται δεκτό, το ευπρόσδεκτο2. το να απλώνεις το δεξί χέρι σε χαιρετισμό, η βεβαίωση ή ένδειξη φιλίας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δεξίωμα — acceptable thing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεξιωμάτων — δεξίωμα acceptable thing neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεξιώμασι — δεξίωμα acceptable thing neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεξιώματα — δεξίωμα acceptable thing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεξιώματι — δεξίωμα acceptable thing neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεξιώματος — δεξίωμα acceptable thing neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
десница — ДЕСНИЦ|А (83), ·Ѣ ( А) с. 1. Правая рука: бл҃говѣрьномѹ михаилѹ не тъкмо ц(с)рьство ѹже ѿложивъшѹ. ˫ако да никого же видить кръвию своѥго пленьною десницею ѡсквьрн˫ающа. (τὴν δεξιάν) ЖФСт XII, 102 об.; да не вѣсть шюища ти. что творить десница ти … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)